- τέρτατος
- -άτα, -ον, Α(αιολ. τ.) βλ. τρίτατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερτάτοις — τέρτατος masc/neut dat pl τρίτατος in the third place masc/neut dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… … Dictionary of Greek